- αρθρογραφία
- η1. η σύνταξη άρθρων σε εφημερίδα2. τα άρθρα δημοσιογράφου ή εφημερίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρθρογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Γ. Σουρή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρθρογραφία — η 1. το να γράφει κανείς άρθρα σε εφημερίδα, η δουλειά του αρθρογράφου: Η αρθρογραφία προϋποθέτει πείρα και ταλέντο. 2. τα κύρια άρθρα εφημερίδας: Η αρθρογραφία αυτής της εφημερίδας αναμοχλεύει τα κομματικά πάθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βουτυράς, Σταύρος — (Τσεγγέλκιοϊ, Βόσπορος 1841 – 1923). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη… … Dictionary of Greek
Ρενάκ, Ιωσήφ — (Reinach, 1856 – 1921). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε νομικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία. Η αρθρογραφία του κίνησε την προσοχή του Γαμβέτα, με τον οποίο αργότερα συνεργάστηκε στενά και ανέπτυξε βαθιά φιλία. Το 1878 εστάλη στην Ανατολή με … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
διαξιφισμός — ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι] η ξιφομαχία νεοελλ. ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία … Dictionary of Greek
εμπρηστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση τής φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.») 2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία») … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Μιχαήλ — (Πάπιγκο Ζαγορίου 1837 – Ρουμανία 1906).Φιλόλογος και φιλάνθρωπος από την Ήπειρο. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1861 ονομάστηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Τον ίδιο χρόνο έγινε συντάκτης στην εφημερίδα Εθνοφύλαξ και … Dictionary of Greek
Αποστολίδης, Ηρακλής — (Πύργος [σημερινή Μπουργκάς], Βουλγαρία 1893 – 1970).Δημοσιογράφος και λόγιος, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945 59). Φοίτησε στο γυμνάσιο Αδριανούπολης, στη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης και, αργότερα, στο Βαρβάκειο της … Dictionary of Greek